- ἀναφερόμενος
- ἀναφέρωbringpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
δικαστήρια — Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 26) τα δ. ασκούν τη δικαστική λειτουργία του κράτους. Στην Ελλάδα, η δομή και η οργάνωση των δ. ρυθμίστηκε θεμελιωδώς, μετά τη σύσταση του Βασιλείου, από τον Οργανισμό των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων… … Dictionary of Greek
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek
Φιλισταίος — ο, ΝΑ συν. στον πληθ. οι Φιλισταίοι λαός τού Αιγαίου που εγκαταστάθηκε στην ακτή τής Παλαιστίνης λίγο πριν από την άφιξη τών Ισραηλιτών, αναφερόμενος στην Παλαιά Διαθήκη και σε αιγυπτιακά μνημεία νεοελλ. ως προσηγ. εγωκεντρικός, μικρόψυχος και… … Dictionary of Greek
αεροναυτικός — ή, ό [αεροναύτης] 1. ο αναφερόμενος στους αεροναύτες και την αποστολή τους 2. το θηλ. ως ουσ. η αεροναυτική* … Dictionary of Greek
αεροσκοπικός — ή, ό [αεροσκόπος] ο αναφερόμενος στην αεροσκοπία … Dictionary of Greek
αιγείρινος — η, ο (Α αἰγείρινος, ον) [αἴγειρος] ο αναφερόμενος στη λεύκα, ο κατασκευασμένος από ξύλο αιγείρου, λεύκας … Dictionary of Greek
αισθησιαρχία — η η αισθησιοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. Όρος τής φιλοσοφίας που πλάστηκε από τον Γρατσιάτο για να αποδώσει στα Ελληνικά το sensualismus < λατ. sensualis, «ο αναφερόμενος στις αισθήσεις, αισθητικός» < sensus «αίσθηση» ο όρος έχει αποδοθεί επίσης και ως … Dictionary of Greek
αμνημόνευτος — η, ο (Α ἀμνημόνευτος, ον) 1. αυτός που δεν μνημονεύεται ή δεν μνημονεύθηκε, για τον οποίο δεν έγινε λόγος, ο μη αναφερόμενος 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν θυμηθεί νεοελλ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν τελέστηκε μνημόσυνο ή τού οποίου δεν… … Dictionary of Greek